προστατικός

προστατικός
προστᾰτ-ικός, ή, όν,
A of or for a

προστάτης 11.1

, ἐκ π. ῥίζης ἐκβλαστάνει [τύραννος] Pl.R. 565d.
2 magnificent, τὸ τῆς τιμῆς σεμνὸν καὶ π. Plb.6.33.9, al. Adv. -κῶς, σεμνῶς καὶ π. Id.5.88.4.
3 ready to champion or protect,

π. καὶ βοηθητικός Plu.Thes.36

.
4 -κόν, τό, name of a charge included in a lease, POxy.590 (ii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προστατικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστατικός — ή, ό / προστατικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αδένα προστάτη («προστατικό υγρό») 2. το αρσ. ως ουσ. ο προστατικός αυτός που πάσχει από νόσο τού προστάτη 3. φρ. «προστατική μοίρα ουρήθρας» το αρχικό τμήμα τής ανδρικής …   Dictionary of Greek

  • προστατικόν — προστατικός of masc acc sg προστατικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστατικοῦ — προστατικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστατικῆς — προστατικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστατικῶς — προστατικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”